πυρηνίσκος

πυρηνίσκος
ο, Ν
1. βιολ. μικρό στρογγυλό κυτταρικό οργανίδιο, ένα ή πολλά, που βρίσκεται μέσα στον πυρήνα τού κυττάρου
2. αστρον. καθένα από τα στρογγυλά και πολύ σκοτεινά στίγματα τών ηλιακών κηλίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήνας + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • πυρήνιο — το / πυρήνιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) 1. μικρός πυρήνας, κουκουτσάκι 2. πυρηνίδιο νεοελλ. ανατ. μικρός κόκκος, πυρηνίσκος μέσα στους πυρήνες τών κυττάρων …   Dictionary of Greek

  • πυρηνισκόνημα — το, Ν βιολ. το πλέγμα χονδροκοκκώδους νήματος από το οποίο φαίνεται να αποτελείται ο πυρηνίσκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”